- ἀναβαίνῃ
- ἀναβαίνωgo uppres subj mp 2nd sgἀναβαίνωgo uppres ind mp 2nd sgἀναβαίνωgo uppres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναβαίνη — (anabaena).Γένος νηματοειδών κυανοφυκών της τάξεως των ορμογονιδών. Τα στρογγυλάή ωοειδή κύτταρα του νήματος περιβάλλονται από ζελατινώδη θήκη. Μερικά από τα κύτταρα τουνήματος διαφοροποιούνται σε ετεροκύστεις και ακίνητα σπόρια. Τα νήματα… … Dictionary of Greek